1. Σήμερα πρέπει να διαβάσει ο καθένας από εσάς από μία στροφή, αυτή που είναι δίπλα το όνομά σας.Διαβάστε την κάθε στροφή δύο τρεις φορές και μετά θα τη διαβάσετε δυνατά, θα το ηχογραφήσετε και θα μου στείλετε το ηχητικό μήνυμα στο whatsapp ή viber.
Πρέπει να μου πείτε αν θέλετε να το κάνω ηχητικό βίντεο και να το δημοσιεύσω στο ιστολόγιο.
Ο βράχος και το κύμα
(Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο Εύη
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, Μπάμπης
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, Σοφία
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, Φαίη
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη, Ραφαέλα
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, Σωτηρία
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν Αμαλία
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα, Άγγελος
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; Μαρίνα
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο; Δημήτρης
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη Εβίτα
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
2. Πρέπει
ο καθένας σας να πάει στην ιστοσελίδα που υπάρχει δίπλα στο όνομά του
και να διαβάσει για κάθε ήρωα του 1821 ένα μικρό βιογραφικό. Διαβάστε το
δύο τρεις φορές και τέλος θα μου στείλετε επίσης ηχητικό μήνυμα και αν
θέλετε να το κάνω βιντεάκι για να το ανεβάσω στο ιστολόγιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου